Οι γενναίοι δεν τον φοβούνται τον θάνατο. Ο θάνατος τους φοβάται. Γιατί οδεύουν προς αυτόν κορδωτοί, γελαστοί, ήρωες. Αληθινοί Σπαρτιάτες.
Σήμερα θα σου πω μια ιστορία. Ένα παραμύθι. Αληθινό όμως.
Ζούσε κάποτε μια παράξενη γυναίκα, όχι και πολύ μακριά από δω. Ήταν παράξενη γιατί δεν ήταν ιδιαίτερα γλυκιά, δεν έλεγε λόγια όμορφα, ούτε εκδήλωνε συχνά συναισθήματα.
Η γυναίκα αυτή, παρόλο τον κλειστό της χαρακτήρα αγαπιόταν σχεδόν παθιασμένα από όλη την οικογένειά της. Σύντροφο, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα. Και δεν είναι καθόλου λίγοι οι απόγονοί της. Συνήθιζε και αποκαλούσε τον εαυτό της “κυρά”. Κι εδώ που τα λέμε κυρά ήταν.
Μέχρι τα 81 της χρόνια είχε στο σώμα της μια απίστευτη ενέργεια και μια μαγική δύναμη. Τα πόδια της ήταν λες κι είχαν αόρατα φτερά όταν ξεκινούσε να κάνει τη γνωστή διαδρομή από το σπίτι μέχρι τα ζωντανά της σχεδόν κάθε πρωί. Μια διαδρομή κάπου στα 5 χιλιόμετρα. Καμιά φορά η δύναμη και η αντοχή της, θύμιζε τους Θεούς της μυθολογίας.
Ένα βασίλειο φτιαγμένο από χώμα και πέτρα
Ο τόπος που είχαν οι παππούδες τα ζωντανά τους ήταν ένας ιδιόμορφος τόπος. Πέτρες, βράχια, αγκαθωτοί θάμνοι και τίποτα που να σε κάνει να πεις “ουάου”. Μα εκείνος ο τόπος ήταν ποτισμένος με μέλι. Κι όσα από τα εγγόνια μεγάλωσαν (και) εκεί ένιωθαν λες και τα είχες πάει στο πιο όμορφο μέρος της Γης. Κανένα τρελό μέρος με ποτάμια και πλούσια βλάστηση ή παράξενα ζώα, ή ακόμη σε τίποτα τιρκουάζ παραλίες. Κανένας μέρος με απέραντα λιβάδια με πολύχρωμα λουλούδια ή σε κανένα σπάνιο και τεράστιο κάστρο. Ξέρεις κάτι μέρη που σου πλασάρουν τα ταξιδιωτικά γραφεία και λες “ναι εκεί πρέπει να είναι ο παράδεισος”.

Εκείνο το μέρος δεν είχε απολύτως τίποτα που να το καθιστά ιδιαίτερο. Έστω όμορφο. Τίποτα. Είχε όμως το μέλι. Κι εκείνη η παράξενη γυναίκα που σου έλεγα στην αρχή, είχε στήσει εκεί το βασίλειο της.
Ένα καλό βασίλειο, καθόλου κακό. Ένα βασίλειο που έλαμπε μέσα από το χώμα και την πέτρα που το περιέβαλε. Και που εκεί ζούσαν μόνο καλοί βασιλιάδες και δεν υπήρχε πουθενά κακιά μάγισσα.
Μέσα στο βασίλειο υπήρχε κι ένα πολυτελές παλάτι. Από χώμα και πέτρα ήταν κι αυτό και μια καπνισμένη σκεπή από τη φωτιά που έκαιγε για να ζεσταθεί το παλάτι και για να μαγειρευτεί το φαΐ.
Είχε όμως κάτι το ανεξήγητα μαγικό και μέσα στο μικροσκοπικό παλάτι χώραγε πολύς κόσμος. Το οξύμωρο ήταν πως η παλιά ξύλινη (και ετοιμόρροπη) πόρτα του παλατιού κλείδωνε με ένα τεράστιο σιδερένιο κλειδί.
Στο παλάτι αυτό όποιος έμπαινε έφευγε πάντοτε χορτάτος. Κι ας σέρβιραν στο παλάτι μόνο ψωμί (φτιαγμένο πάντα από τα χέρια της γυναίκας) και τυρί (φτιαγμένο κι αυτό από τα χέρια της γυναίκας). Μπορεί το μενού εκείνη την ημέρα να είχε και αυγά από τις κότες ή στο τσουκάλι να έβραζε κάτι. Κι αν αυτό το κάτι έφτανε μόνο για 3 ανθρώπους και στο παλάτι τύγχανε να ήταν 13 οι άνθρωποι, το φαΐ κατά έναν μυστήριο τρόπο έφτανε για όλους.
Φεύγω χαρούμενη και γεμάτη γιατί σας αφήνω όλους πίσω μου
Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Έφυγε στα 81 της χρόνια ξαφνικά. Έφυγε όρθια, σχεδόν υγιής και με την επίγνωση της πληρότητάς της. Γιατί η γιαγιά μου έφυγε γεμάτη και ευτυχισμένη.
“Φεύγω χαρούμενη και γεμάτη γιατί σας αφήνω όλους πίσω μου”.
“Φεύγω χαρούμενη και γεμάτη γιατί σας αφήνω όλους πίσω μου ” έλεγε τις τελευταίες μέρες της. “Δεν έθαψα παιδί, ούτε εγγόνι. Είμαι καλά”.
Η γιαγιά μου, δεν τον φοβήθηκε τον θάνατο. Όπως και δε φοβήθηκε ποτέ την ορφάνια της, τις δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίζει σε όλη της τη ζωή και τη φτώχεια.
Η γιαγιά μου δεν ένιωσε ποτέ φτωχός άνθρωπος. Και μας έμαθε κι εμάς να νιώθουμε βασιλιάδες στο χωμάτινο βασίλειό της. Βασιλιάδες που αντί για χρυσά κουτάλια είχαν ξύλινα κουτάλια κι όλοι τους έτρωγαν γάλα με ψωμί το πρωί από την ίδια ξύλινη γαβάθα. Μας έμαθε πως να νιώθεις βασιλιάς την ώρα που μοιράζεσαι το ίδιο σαμάρι στο μουλάρι.
Ο μεγαλύτερος πλούτος γεννιέται μέσα από τη φτώχεια
Ξέρω ότι μπορεί λίγους να ενδιαφέρουν οι αμπελοφιλοσοφίες μου σήμερα για τη γιαγιά μου μιας και η γιαγιά μου δεν υπήρξε καμία μεγάλη μουσικός ή ηθοποιός ή αθλήτρια παγκόσμιου επιπέδου ή συγγραφέας. Εγώ όμως αφήνω ετούτες τις λέξεις εδώ, παρακαταθήκη για το πέρασμά της στη Γη.
Γιατί μου έμαθε πως πλούτος δεν είναι τα λεφτά, αλλά οι άνθρωποι και η αγάπη. Γιατί μου δίδαξε πως να είμαι βασιλόπουλο σε χωμάτινα παλάτια. Γιατί μου δίδαξε πως ο άνθρωπος χωρίς οικογένεια δεν έχει ρίζες και πως οι ρίζες της οικογένειας πρέπει να είναι βαθιά μπηγμένες στη γη για να αντέχουν στα δύσκολα.
Γιατί κληρονομιά της ήταν μόνο η αγάπη της. Τίποτα άλλο. Κι όλα ετούτα μας τα έμαθε χωρίς λόγια. Μόνο με βουβές πράξεις. Ποιος είπε ότι οι λέξεις είναι πάντοτε χρήσιμες;
Κι αν κανείς άλλος στον κόσμο δεν θα μάθει ποτέ για τη γιαγιά μου, την έμαθα εγώ. Από μικρό παιδί που η μάνα μου με άφηνε μαζί της.
Το ξέρουμε όλοι όσοι έχουμε μοιραστεί την ίδια γαβάθα με γάλα και ψωμί για πρωινό. Το ξέρουμε όλοι όσοι έχουμε μοιραστεί το ίδιο σαμάρι στο μουλάρι για να πάμε βόλτα. Το ξέρουμε όλοι όσοι έχουμε φάει από την ίδια προπύρα ψημένη στον ξυλόφουρνο της γιαγιάς. Το ξέρουμε όλοι όσοι έχουμε νιώσει τι θα πει αγκαλιά. Αληθινή αγκαλιά. Όχι εκείνες τις ψευτοαγκαλιές που τα κορμιά ίσα που ακουμπάνε το ένα το άλλο. Και φιλιά. Αληθινά φιλιά. Όχι από εκείνα τα ψεύτικα τα μοντέρνα που δίνονται στον αέρα.
Όταν σφίγγουν το χέρι γιατί oι γενναίοι δεν τον φοβούνται τον θάνατο
Από δω και στο εξής κάθε φορά που θα θυμάμαι τους στίχους από το “όταν σφίγγουν το χέρι” του αγαπημένου μου Γιάννη Ρίτσου θα θυμάμαι τη γιαγιά μου. Θα θυμάμαι “όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο. Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνια φεύγει μέσα απ’ τα άγρια γένια τους” . Γιατί όταν η γιαγιά μου γέλαγε, μέσα από τα χείλη της φεύγανε χιλιάδες χελιδόνια να ξέρεις.
Γιατί και ο Ρίτσος μεγάλωσε κι αυτός σε έναν τόπο με σκέτη πέτρα και ήξερε πως είναι να χαμογελάς και να πετάγονται χελιδόνια.
Έτσι έγινε κι η ψυχή της γιαγιάς μου χελιδόνι και πέταξε. Ήρεμα, απαλά. Σαν χάδι. Γιατί οι γενναίοι δεν τον φοβούνται τον θάνατο. Ο θάνατος τους φοβάται. Γιατί οδεύουν προς αυτόν κορδωτοί, γελαστοί, ήρωες. Αληθινοί Σπαρτιάτες.
Θέλω να φτάσω τα χρόνια της, να έχω μέχρι τότε την υγεία μου, να αφήσω πίσω μου πολλούς απογόνους και πολλή αγάπη.
Ελένη
2 comments
Πώπω κοριτσάκι μου πόσο με συγκίνησες.
Τί ωραία λόγια που έγραψες για τη γιαγιά σου.
Σ ευχαριστώ που μοιράστηκες μαζί μας τα προσωπικά σου βιώματα!
Εύχομαι να πάρεις τα χρόνια της και να δώσεις τόση αγάπη, όση πήρες κι εσύ απο αυτήν.
Μια μεγάλη σφικτή αγκαλιά 😘😘
Σε ευχαριστώ πολύ Ρένα μου!